επαντλώ — ἐπαντλῶ, έω (Α) 1. αντλώ και χύνω πάνω σε κάτι 2. αρδεύω, ποτίζω («ἐπηντλημένη γῆ», πάπ.) 3. αδειάζω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, κατακλύζω («ὄχλον ὀνομάτων ἐπαντλοῡσι τῷδε τῷ θηρίω», Αιλ.) 4. γεμίζω υπερβολικά, ξεχειλίζω, κατακλύζομαι … Dictionary of Greek
αντλώ — (Α ἀντλῶ, έω) νεοελλ. παίρνω κάποιο υγρό με αντλία αρχ. 1. βγάζω το νερό από το εσωτερικό του πλοίου 2. παίρνω νερό από κάπου 3. παροιμ. «ἠθμῷ ἀντλεῑν» το να ματαιοπονεί κάποιος 4. μτφ. α) καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, μετέρχομαι κάθε τρόπο ή … Dictionary of Greek
επάντλησις — ἐπάντλησις, η (Α) [επαντλώ] 1. η επίχυση, το χύσιμο υγρού («πρὸς τὰς ἐπαντλήσεις τῶν ὑδάτων», Διόδ.) και μτφ. («τὴν βαρεῑαν ταύτην φλεγμονὴν τῆς καρδίας ἡμῶν τῇ ἐπαντλήσει τῶν παρηγορικῶν λόγων διαφορήσας», Γρηγ. Νύσσ.) 2. άντληση νερού … Dictionary of Greek
επαναντλώ — ἐπαναντλῶ, έω (Α) 1. επαντλώ* 2. μέσ. αντέχω ώς το τέλος … Dictionary of Greek
προσεπαντλώ — έω, Α [ἐπαντλῶ] 1. αντλώ πάλι 2. χύνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο … Dictionary of Greek